χλήδος

χλήδος
και χληδός, ὁ, Α
λάσπη με σκουπίδια που παρασύρει και κατεβάζει ποταμός ή χείμαρρος («τὸν χλῆδον ἐκβαλὼν εἰς τὴν ὁδόν», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. λ., η οποία συνδέεται πιθ. με τον τ. χλέος, που εμφανίζει την ίδια σημ. και το ίδιο αρκτικό συμφωνικό σύμπλεγμα. Ωστόσο, οι τ. παραμένουν δυσερμήνευτοι από μορφολογική άποψη, εκτός από το επίθημα με οδοντικό -δ-, το οποίο είναι δυνατόν ίσως να διακρίνει κανείς στον τ. χλῆδος. Η σύνδεση, τέλος, τών τ. με το αρχ. σλαβ. glĕnŭ «πηλός, κολλώδης υγρασία» και άλλους σλαβ. τ. δεν θεωρείται πιθανή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χλῆδος — slime masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χλῆδον — χλῆδος slime masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χλέος — ὁ, Α χλῆδος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χλῆδος] …   Dictionary of Greek

  • глень — ж. влага, сок , диал., русск. цслав. глѣнъ φλέγμα слизь; вязкая жидкость , словен. glė̑n м. слизь, ил; понос у скота , чеш. hlen. слизь , слвц. hlien, польск. glan (стар. также glon) осадок, слизь , в. луж. hlen слизь, ил . Связано чередованием… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • σπληδός — ἡ, Α σποδός. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Απίθανη φαίνεται η άποψη ότι η λ. έχει σχηματιστεί με συμφυρμό από τους τ. σποδός «τέφρα, στάχτη» και χλῆδος «συρφετός, φρυγανώδη χώματα, αποκαθάρματα». Εξίσου απίθανη είναι και η σύνδεση τής λ. με το λατ.… …   Dictionary of Greek

  • χλευδόν — Α (κατά τον Ησύχ.) «χύδην, σωρηδόν, πληθύοντα». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ανεπιβεβαίωτη παραμένει η σύνδεση τού τ. με τη λ. χλῆδος* «σωρός λίθων»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”